Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαλάντσο — το ισολογισμός, ισοζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balanzo (βλ. λ. μπαλάντζα)] … Dictionary of Greek